- ὑπεραχθής
- ὑπεραχθής, ές,A overburdened, Theoc.11.37.II very heavy,
φόρτος Nic.Th.342
;πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φόρτος Nic.Th.342
;πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεραχθής — ές, Α 1. βαρυφορτωμένος 2. πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ αχθής, κατ αχθής] … Dictionary of Greek
ὑπεραχθέα — ὑπεραχθής overburdened neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὑπεραχθής overburdened masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραχθέες — ὑπεραχθής overburdened masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek
ὑπεραχθέι — ὑπεραχθέϊ , ὑπεραχθής overburdened dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)